- ὑποβλήδην
- ὑποβλήδηνby way of interruptionindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβλήδην — και δωρ. τ. ὑποβλήδαν Α επίρρ. 1. παρεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ομιλία τού άλλου («ὑποβλήδην ἠμείβετο», Ομ. Ιλ.) 2. λοξά, με λοξό βλέμμα («ὑποβλήδην ἐσκέψατο», Ύμν. Ερμ.) 3. σε απάντηση, απαντώντας 4. μιλώντας με την σειρά του 5.… … Dictionary of Greek
υποβληδόν — Α επίρρ. ὑποβλήδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποβλη τού ὑποβάλλω + επιρρμ. κατάλ. δον (πρβλ. ἀναφαν δόν)] … Dictionary of Greek
υποκρουστικώς — Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὑποβλήδην, ὑποβαλὼν ὑποκρουστικῶς, ἔτι λέγοντός τινος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκρούω, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *ὑποκρουστικός] … Dictionary of Greek